-
1 Λευκή
Λευκήςmasc voc sg (doric)——————Λευκήfem dat sg (attic epic ionic)Λευκήςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
2 Λεύκη
Λεύκηleprosy: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Λεύκηleprosy: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 λεύκη
λεύκηleprosy: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————λεύκηleprosy: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 Λευκή
Λευκήfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 λευκή
-
6 λευκῇ
-
7 λεύκη
λεύκ-η, ἡ, a cutaneous disease, so called from its colour: a kind ofA leprosy or elephantiasis,λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Hdt.1.138
;λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Hp.Prorrh.2.43
;λ. ἀλφούς τε Pl.Ti. 85a
; [ἐξάνθημα] ὃ καλεῖται λ. Arist.HA 518a13
, cf. Pr. 891a26.II white poplar, Populus alba, Thphr.HP1.10.1, al.; used for chaplets, Ar.Nu. 1007, Eup.14.4, D.18.260, Theoc. 2.121; laterλεύκη λευκή Hippiatr.22
.2 a place at Athens where the taxes were let out to farmers of the revenue, prob. so called from a poplar in the place, And.1.133.III = ἀνδρόσακες, Ps.-Dsc.3.133.IV in pl., white spots on the nails, Alex.Aphr.Pr.1.146.V in pl., kind of κόγχοι, = ἀνδροφυκτίδες, Epich.42.11.VI name of various plasters, Gal.13.414, al.VII white clay or chalk, Gloss. -
8 Λευκῆ
Βλ. λ. Λευκή -
9 Λευκῇ
Βλ. λ. Λευκή -
10 Λεύκῃ
Βλ. λ. Λεύκη -
11 λεύκῃ
Βλ. λ. λεύκη -
12 λευκή
λευκόςlight: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 λεύκη
-ης ἡ N 1 0-0-2-0-0=2 Is 41,19; Hos 4,13 -
14 λεύκη
aspenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λεύκη
-
15 Λεύκηι
Λεύκῃ, Λεύκηleprosy: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 λεύκηι
λεύκῃ, λεύκηleprosy: fem dat sg (attic epic ionic) -
17 Λευκαί
Λευκήfem nom /voc plΛευκήςmasc nom /voc pl (doric) -
18 Λευκήν
Λευκήfem acc sg (attic epic ionic)Λευκήςmasc acc sg (attic epic doric ionic) -
19 Λεύκαις
Λεύκηleprosy: fem dat pl -
20 Λεύκην
Λεύκηleprosy: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
Λευκῇ — Λευκή fem dat sg (attic epic ionic) Λευκής masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκῃ — Λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκῃ — λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… … Dictionary of Greek
Λευκή θάλασσα — (αγγλ. White Sea, ρωσ. Beloje More). Θαλάσσια εσοχή (95.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού στις ακτές της βορειοδυτικής Ρωσίας. Αποτελεί βραχίονα της θάλασσας του Μπάρεντς, με την οποία χωρίζεται από έναν στενό δίαυλο βάθους μόλις 40 μ., και… … Dictionary of Greek
Λευκή Περιστέρα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 30 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, σχεδόν στο μέσο της ανατολικής ακτής της. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας … Dictionary of Greek
Λευκή της Καστίλης — (Blanca da Casilla, Καστίλη 1188 – Παρίσι 1253). Αντιβασίλισσα της Γαλλίας (1226 34 και 1248 52). Ήταν κόρη του βασιλιά Αλφόνσου Η’ της Καστίλης και της Ελεονόρας, κόρης του Ερρίκου Β’ της Αγγλίας. Σε ηλικία 11 ετών, οι γονείς της την πάντρεψαν… … Dictionary of Greek